μυριετής

μυριετής
μῡρῐ-ετής, ές,
A of 10,000 years: of countless years,

χρόνος A.Pr.94

(anap.), Pl.Epin.987a;

βίος Arist.GA745a33

; of a man, AP9.242 (Antiphil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυριετής — μυριετής, ές (Α) 1. αυτός που διαρκεί πάρα πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος («βεβασανισμένα χρόνῳ μυριετεῑ τε καὶ ἀπείρῳ», Πλάτ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ετής (< ἔτος), πρβλ. χιλι… …   Dictionary of Greek

  • μυριετής — μῡριετής , μυριετής of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριετῆ — μῡριετῆ , μυριετής of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μῡριετῆ , μυριετής of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μῡριετῆ , μυριετής of masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριετεῖ — μῡριετεῖ , μυριετής of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μῡριετεῖ , μυριετής of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριετεῖς — μῡριετεῖς , μυριετής of masc/fem acc pl μῡριετεῖς , μυριετής of masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

  • ԲԻՒՐԱՄԵԱՆ — ( ) NBH 1 490 Chronological Sequence: Unknown date ա. μυριετής Որ ինչ է ʼի բիւրաւոր ամաց հետէ, բազմամեայ. հին յոյժ. *Ոչ իբրու ասելի է տաղս բիւրամեանս, այլ ճշմարտապէս այժմ իսկ գոյացելոցս. Պղատ. օրին. ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • μυριετοῦς — μῡριετοῦς , μυριετής of masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”